Ξυπόλητη τρέχεις στις πλάκες της αυλής.
Νιώθεις ατρόμητη, σαν όλα να γίνονται γιατί υπάρχεις.
Ένα πεταχτό φιλί και έφυγες.
Κύματα, βουτιές, κόκκινα μάτια και ζαρωμένα δάχτυλα και εσύ εκεί δεν θες να πας πουθενά,
περιμένεις το μούχρωμα
και αυτή την γλυκιά μυρωδιά που βουνό, θάλασσα
και ψυχή γίνονται ένα.